Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεισώ — γεισῶ και γεισσῶ ( όω) (Α) [γείσον] προστατεύω με γείσο, τοποθετώ γείσο … Dictionary of Greek
αγείσωτος — η, ο (Α ἀγείσωτος, ον) [γεισώ] αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος … Dictionary of Greek